- ύδιον
- τὸ, Α [ὗς]υποκορ. τού ὗς*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὕδια — ὕδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
καχρύδια — καχρύδια, τὰ (Α) 1. κόκκοι καβουρντισμένου κριθαριού 2. καθετί που είναι καβουρντισμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς + υποκορ. κατάλ. ύδιον (πρβλ. βοτρ ύδιον, καρ ύδιον)] … Dictionary of Greek
κρομμύδιον — κρομμύδιον, τὸ (AM, Μ και κρομμύδιν) μικρό κρεμμύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόμμυον + υποκορ. κατάλ. ύδιον (πρβλ. δακρ ύδιον, καρ ύδιον)] … Dictionary of Greek
καρύδι — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 51… … Dictionary of Greek
κορύδιον — κορύδιον, τὸ (Α) επιγρ. (αιολ. τ.) κοριτσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ. κατάλ. ύδ ιον, αναλογικά προς υποκορ. ονομάτων σε υ (πρβλ. δακρ ύδιον, δορ ύδιον)] … Dictionary of Greek
μοσχοκαρύδιον — μοσχοκαρύδιον, τὸ (Α) το μοσχοκάρυδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοκάρυον + υποκορ. κατάλ. ύδιον (πρβλ. συκ ύδιον)] … Dictionary of Greek
μύδι — το (ΑΜ μύδιον) ελασματοβράγχιο μαλάκιο, μυτίλος αρχ. μσν. 1. μικρός εμβρυουλκός, μαιευτική λαβίδα 2. χειρουργικό εργαλείο αρχ. μικρό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μύδιν < αρχ. μύδιον < μυς + υποκορ. κατάλ. ύδιον (πρβλ. ιχθύς ιχθύδιον, κάρυον… … Dictionary of Greek